- κουτρούλης
- ο, θηλ. κουτρούλα (Μ κουτρούλης)1. κουρεμένος σύρριζα2. φαλακρόςνεοελλ.φρ. α) «Τού Κουτρούλη ο γάμος» — θεατρικό έργο τού Α. Ρ. Ραγκαβήβ) «έγινε τού κουτρούλη ο γάμος» ή «έγινε τού κουτρούλη το πανηγύρι» — έγινε μεγάλη φασαρία, αναστάτωση, αναμπουμπούλα.[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < *κουτρο-τρούλης (< κούτρα + τρούλος)ή, κατ' άλλους, < *κουτσο-τρούλης].
Dictionary of Greek. 2013.